-
1 πομπεῖον
A vessel employed in solemn processions, mostly pl., And.4.29, D.22.48, 69;πομπείων ἐπιστάται IG12.379.7
, cf. Philoch.124; at Rome, the apparatus of a triumph, D.C.43.42; πομπεία σκευή is dub. (leg. πομπεῖα [ σκεύη] ) in D.S.12.40: sg., of a wax bust of Cleopatra carried in triumph, D.C.51.21; πομπείου τυχεῖν to have one's image carried in procession, Aristid.2.38J.II at Athens, storehouse where such vessels were kept, D.34.39, D.L.2.43,6.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πομπεῖον
См. также в других словарях:
πομπείον — Κτίριο της αρχαίας Αθήνας, όπου φύλαγαν σκεύη και όργανα που χρησιμοποιούσαν για την τέλεση πομπών και θρησκευτικών παρελάσεων. Βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της Ιεράς Οδού, κοντά στο Δίπυλο. Το κτίριο ήταν διακοσμημένο με ζωγραφικούς πίνακες… … Dictionary of Greek